φυτοκόμος
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
German (Pape)
[Seite 1320] = dem ältern poet. φυτηκόμος, Sp.
Greek Monolingual
ο / φυτοκόμος, ΝΜΑ, και φυτηκόμος, -ον, ΜΑ
νεοελλ.
ειδικός που ασχολείται με την επιστημονική καλλιέργεια τών φυτών, γεωπόνος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που καλλιεργεί και περιποιείται φυτά, ιδίως αμπέλια
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ φυτοκόμος
κηπουρός.
αρχ.
(κατά το λεξ. Σούδα) «καὶ ὁ σύνδενδρος τόπος διὰ τὸ τοῖς φυτοῖς κομᾱν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόν + -κόμος. Το -η-του αρχ. τ. φυτηκόμος οφείλεται σε μετρικούς λόγους].