φλεβόσφυγμος

English (LSJ)

ὁ, = pulsus venae, dub. in Glossaria (φλευτμονος cod.).

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
ο σφυγμός φλέβας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + σφυγμός.