φλυαρολογία

English (LSJ)

ἡ, = φλυαρία, Pl.Ax.369d.

German (Pape)

[Seite 1293] ἡ, = φλυαρία, Plat. Ax. 369 d.

Russian (Dvoretsky)

φλυᾱρολογία:пустая болтовня Plat.

Greek (Liddell-Scott)

φλυᾱρολογία: ἡ, = φλυαρία, Πλάτ. Ἀξ. 369D, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1109.

Greek Monolingual

ἡ, Α
φλυαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλύαρος + -λογία].