φλῆνος

English (LSJ)

εος, τό,
A = φλήναφος, prob. for φλῆφος in Hsch.
II φληνός and φλενός are assumed as etym. of φλήναφος in EM796.9, 10.

German (Pape)

[Seite 1292] τό, Geschwätz (?).

Greek (Liddell-Scott)

φλῆνος: τό, = φλήναφος, ἀναγινωσκόμενον ὑπὸ Salmas, παρὰ Ἡσυχ. ἀντὶ φλῆφος. ― Ἐν τῷ Μεγάλ. Ἐτυμ. 796, 10, λαμβάνεται ὁ τύπος φληνὸς ὡς ῥίζα τοῦ φλύναφος.

Greek Monolingual

-ήνεος και -ήνους, τὸ, Α
φλήναφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αποτελεί διόρθωση ενός τ. φλῆφος και πρέπει να συνδεθεί με τα φλήναφος, φληναφῶ].