εως, ἡ, (φλίβω) = θλῖψις, Hsch.
[Seite 1292] ἡ, äol. = θλῖψις.
φλῖψις: ἡ, (φλίβω) Αἰολ. ἀντὶ θλῖψις, Ἡσύχ.
-εως, ἡ, Α φλίβω(αιολ. τ.) θλίψη.