θλῖψις

From LSJ

ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο → health and brains are the two good things for life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θλῖψις Medium diacritics: θλῖψις Low diacritics: θλίψις Capitals: ΘΛΙΨΙΣ
Transliteration A: thlîpsis Transliteration B: thlipsis Transliteration C: thlipsis Beta Code: qli=yis

English (LSJ)

θλίψεως, ἡ,
A pressure, Arist.Mete.382a13, Pr.890a2; τῶν νεφῶν Epicur.Ep.2 P.49 U.; ἀντέρεισις καὶ θλῖψις Str.1.3.6; of the pulse, Ruf. ap.Orib.8.24.61, cf. Gal.7.306; θ. στομάχου Orib.Fr.42; ὑστερικαὶ θλίψεις Sor.1.42.
2 crushing, castration, πώλων Hippiatr.20.
3 metaph., oppression, affliction, LXX Ge.35.3, al., BGU1139.4 (i B.C.), Act.Ap.14.22 (pl.), al., Vett.Val.71.16 (pl.), POxy.939.13 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1212] ἡ (ι in θλίβω ist von Natur lang, also θλίψις falsche Accentuation), das Drücken, Quetschen, der Druck; ἡ ἐξ ἴσης ἀντέρεισις καὶ θλῖψις Strab. I p. 52. Gew. übtr., Bedrückung, Verfolgung, Drangsal, N.T. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

θλίψεως (ἡ) :
pression, compression, oppression;
NT: trouble, tribulation.
Étymologie: θλίβω.

Russian (Dvoretsky)

θλῖψις: θλίψεως ἡ
1 давление: ὑπείκειν τῇ θλίψει Arst. уступать давлению;
2 гнет, притеснение (θ. ἢ διωγμός NT);
3 мука, скорбь (ἐν πάσῃ τῇ ἀνάγκῃ καὶ θλίψει NT).

Greek Monolingual

και χλίψη, η (ΑΜ θλῖψις) θλίβω
1. πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη, ζούλημα
2. λύπη, οδύνη, ψυχικός πόνος, στενοχώρια
νεοελλ.
1. στείψιμο, ξεζούμισμα
2. φυσ. μηχανική καταπόνηση, που υποβάλλει ένα υλικό σε αυξημένη πίεση και, συνεπώς, προκαλεί μείωση του όγκου του
(νεοελλ.-μσν.)
1. βάσανο
2. πένθος
3. κηδεία («σε θλίψη ή σε γάμο»)
μσν.
1. ευνουχισμός ζώου που προκαλείται με σύνθλιψη τών γεννητικών οργάνων
2. φρ. «σεβαίνω εἰς θλῖψιν» και «κάμνω θλῖψιν» και «στέκομαι εἰς θλῖψιν» — λυπάμαι
αρχ.
σπασμός, πίεση (α. «θλῖψις στομάχου», Ρούφ.
β. «ὑστερικαὶ θλίψεις», Σωρ.).

Greek (Liddell-Scott)

θλῖψις: (οὐχὶ θλίψις), θλίψεως, ἡ, πίεσις, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 4, 5, Προβλ.. 9. 4, 2, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., ὡς καὶ νῦν, θλῖψις, λύπη, στενοχωρία, συχν. ἐν τῇ Κ. Δ. καὶ τοῖς Ἐκκλ.

English (Strong)

from θλίβω; pressure (literally or figuratively): afflicted (affliction), anguish, burdened, persecution, tribulation, trouble.

English (Thayer)

or θλῖψις (so L Tr) (cf. Winer's Grammar, § 6,1e.; Lipsius, Grammat. Untersuch., p. 35), θλίψεως, ἡ (θλίβω), properly, a pressing, pressing together, pressure (Strabo, p. 52; Galen); in Biblical and ecclesiastical writings, a Greek metaphor, oppression, affliction, tribulation, distress, straits; Vulg. tribulatio, also pressura (John 16:(21),33; (Sept. for צָרָה, also for צַר, לַחַץ, etc.): στενοχωρία (cf. Trench, § lv.), ἀνάγκη, διωγμός, θλῖψιν ἔχω (equivalent to θλίβομαι), θλῖψις ἐπί τινα ἔρχεται, ἐν θλίψει, τοῦ Χριστοῦ, the afflictions which Christ had to undergo (and which, therefore, his followers must not shrink from), ἀνταναπληρόω); θλῖψις τῆς καρδίας (καί συνοχή), anxiety, burden of heart, θλῖψιν ἐπιφέρειν (L T Tr WH ἐγείρειν, see ἐγείρω, 4c.) τοῖς δεσμοῖς τίνος, to increase the misery of my imprisonment by causing me anxiety, Philippians 1:16 (17).

Chinese

原文音譯:ql⋯yij 特利普西士
詞類次數:名詞(45)
原文字根:壓縮 相當於: (לַחַץ‎) (צַר‎) (צָרָה‎ / צֶרַח‎ / צָרַר‎)
字義溯源:壓迫,痛苦,難,患難,災難,苦楚,艱難,受累,壓力,苦難;源自(θλίβω)=擁擠); (θλίβω)出自(τρίβος)=路徑,走踏成路),而 (τρίβος)又出自(τρίβος)X*=磨擦)。主耶穌說,在世上我們有苦難,然而在他裏面卻有平安( 約16:33)。參讀 (θλίβω)同源字參讀 (ἀναγκάζω)比較比較: (κάκωσις)=虐待
出現次數:總共(45);太(4);可(3);約(2);徒(5);羅(5);林前(1);林後(9);弗(1);腓(2);西(1);帖前(3);帖後(2);來(1);雅(1);啓(5)
譯字彙編
1) 患難(26) 太13:21; 太24:9; 可4:17; 徒11:19; 徒20:23; 羅5:3; 羅5:3; 羅8:35; 羅12:12; 林後1:4; 林後1:4; 林後1:8; 林後6:4; 林後7:4; 弗3:13; 腓4:14; 西1:24; 帖前3:3; 帖前3:7; 帖後1:4; 雅1:27; 啓1:9; 啓2:9; 啓2:10; 啓2:22; 啓7:14;
2) 災難(4) 太24:21; 太24:29; 可13:19; 可13:24;
3) 苦難(4) 約16:33; 徒7:10; 林前7:28; 林後2:4;
4) 苦楚(3) 約16:21; 林後4:17; 腓1:17;
5) 將患難(2) 羅2:9; 帖後1:6;
6) 艱難(2) 徒7:11; 徒14:22;
7) 遭患難(1) 來10:33;
8) 難(1) 帖前1:6;
9) 受累(1) 林後8:13;
10) 患難的(1) 林後8:2

Mantoulidis Etymological

(=πίεση, στενοχώρια). Ἀπό τό ρῆμα θλίβω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

castration

Arabic: ⁧إِخْصَاء⁩; Bulgarian: кастрация, скопяване; Catalan: castració; Chinese Mandarin: 去勢/去势, 閹割/阉割, 腐刑, 宮刑/宫刑; Czech: kastrace; Danish: kastrering, kastration; Dutch: castratie; Finnish: kastraatio, kastrointi, kuohinta, kuohiminen; French: castration; German: Kastrierung, Hodenentfernung; Greek: ευνουχισμός; Ancient Greek: ἀποτομή, ἀποφθορά, ἔκτμησις, ἐκτομή, εὐνουχία, εὐνουχισμός, θλῖψις, καρύδωσις, ὀρχοτομία, σπαδωνισμός, τὸ ἀπόκοπον, τομά, τομή; Hebrew: ⁧סירוס⁩; Indonesian: pengebirian; Italian: castrazione; Japanese: 去勢, 宮刑, 腐刑; Kazakh: піштіру, тарттыру; Korean: 거세(去勢), 궁형(宮刑); Latvian: kastrācija, kastrēšana; Malay: pengasian, pengembirian; Malayalam: ഷണ്ഡീകരണം, വരി ഉടയ്‌ക്കൽ; Norwegian Bokmål: kastrasjon, kastrering; Nynorsk: kastrasjon, kastrering; Polish: kastracja; Portuguese: castração; Russian: кастрация; Scottish Gaelic: spothadh; Spanish: castración; Swedish: kastrering; Turkish: burma, eneme, kastrasyon, iğdiş etme; Vietnamese: sự thiến

orchiectomy

Bulgarian: кастрация; Dutch: orchidectomie; English: orchiectomy, orchidectomy, orchi, orchie, testectomy; Esperanto: orkidektomio; Finnish: orkidektomia; French: orchiectomie; German: Hodenabschneiden, Hodenentfernung, Hodenexzision, Orchiektomie; Greek: ορχεκτομία, ορχιεκτομία; Ancient Greek: ὀρχοτομία; Russian: орхиэктомия; Spanish: orquiectomía; Turkish: orşiektomi

ar: استئصال الخصية; ca: orquiectomia; ckb: ئۆرکئاکتمی; fa: ارکیدکتومی; fi: orkiektomia; it: orchiectomia; pl: orchidektomia; pt: orquiectomia; sv: orkidektomi; tr: orşiektomi; uk: орхіектомія; zh_yue: 閹膥; zh: 睾丸切除术

affliction

Armenian: վիշտ; Bulgarian: болка, измъчване, огорчение; Chinese Cantonese: 痛苦; Mandarin: 痛苦; Dutch: lijden, pijn; Esperanto: aflikto; Finnish: kärsimys, tuska; French: affliction, détresse; Galician: anoto; German: Leiden, Behinderung; Gothic: 𐍃𐌻𐌰𐌷𐍃, 𐌰𐌲𐌲𐍅𐌹𐌸𐌰; Greek: συμφορά, βάσανο; Ancient Greek: ἀπόκναισις, ἄχεα, ἄχη, ἀχθηδών, ἄχος, δυηπάθια, δυηπαθίη, δυσπάθεια, δυσπαθία, δυσχέρημα, ἔκθλιψις, ἔτασις, θλῖψις, κακοπάθεια, κακοπαθία, καταπόνησις, λύπη, μέρμηρα, ξυνοχή, πεῖσις, πένθος, πωρητύς, σαββώ, συνοχή, συντριβή, σύντριμμα, συντριμμός, τὰ δύσφορα; Irish: angar, galar, doilíos; Italian: afflizione; Ladino: afrision, afriisyon; Malay: kepayahan; Plautdietsch: Älent; Polish: cierpienie, przypadłość, afekcja; Portuguese: aflição; Russian: страдание, печаль, огорчение, боль, горе, мучение; Serbo-Croatian: patnja, trpljenje; Spanish: aflicción, tribulación, quebranto; Turkish: ızdırap, dert, keder