φοβητικός
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1294] 1) schreckend, furchtbar. – 2) furchtsam, Arist. pol. 8, 7.
French (Bailly abrégé)
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
φοβητικός: -ή, -όν, ὑποκείμενος εἰς φόβον, δειλός, Ἀριστ Πολιτ. 8. 7, 5.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φοβητός
αυτός που διακατέχεται από φόβο.
Greek Monotonic
φοβητικός: -ή, -όν (φοβέομαι), αυτός που υπόκειται στο φόβο, τρομαγμένος, φοβιτσιάρης, σε Αριστ.
Middle Liddell
φοβητικός, ή, όν [φοβέομαι]
liable to fear, fearful, timid, Arist.