φοιβαίνω

English (LSJ)

A clean, Hsch.; φοιβανάτω (aor. imper.) δέ τις ἀσάμινθον Anon. ap. EM797.7.
2 = φοιβάζω 1.1, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1295] = Vorigem, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

φοιβαίνω: «φοιβᾶναι· λαμπρῦναι, μαντεύσασθαι, κοσμῆσαι, καθᾶραι, ἁγνίσαι, καὶ φοιβάσαι ὁμοίως» Ἡσύχ.· «φοιβᾶναι, τὸ καθᾶραι, ὡς τὸ φοιβανάτω δέ τις ἀσάμινθον» Ἐτυμ. Μέγ. 797, 6.

Greek Monolingual

Α [[φοῑβος / Φοῖβος]]
1. (κατά τον Ησύχ. και το Μέγα Ετυμολογικόν) καθαίρω, εξαγνίζω
2. προφητεύω, φοιβάζω.