φοιτητή, φοιτητόν, frequenting: φοιτητὴ μανία ἐπὶ δεῖπνον Com.Adesp.782 (prob. anap.).
-ή, -όν, Α φοιτῶαυτός που επέρχεται συχνά («φοιτητὴ μανία ἐπὶ δεῖπνον», Κωμ. Αδέσπ.).