φονοεργός

Greek (Liddell-Scott)

φονοεργός: -όν, φονικός. Κ. Μανασσ. Χρον. 372, κλπ.

Greek Monolingual

-όν, Μ
αυτός που διαπράττει φόνο, φονικός («ἐκ παλαμῶν φονοεργῶν», Κ. Μανασσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].