φορειαφόρος

English (LSJ)

v. φορεαφόρος.

German (Pape)

[Seite 1299] ὁ, = φορειοφόρος; richtigere Lesart für φορεαφόρος D. L. 5, 73; Plut. Galb. 25; s. Lob. Phryn. 656.

Greek Monolingual

και φορεαφόρος και φοριοφόρος, ὁ, Α
δούλος που μετέφερε φορτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φορεῖον / φόριον + -φόρος. Το -α- τών τ. για μετρικούς λόγους].

Russian (Dvoretsky)

φορειᾱφόρος:несущий носилки, носильщик Plut.