φορεματάκι

Greek Monolingual

το, Ν
1. (θωπευτικά) το φόρεμαωραίο το φορεματάκι σου»)
2. υποκορ. μικρό φόρεμα («να της φορέσεις το μάλλινο φορεματάκι της»).