φορολόγος

English (LSJ)

(parox.), ὁ, tax-gatherer, PPetr.3p.304 (iii B. C.), PSI4.362.8 (iii B. C.), LXX Jb.3.18, al., Plu.Pyrrh.23, Cat.Cod.Astr.2.164, Paul.Al.N.1; φ. τεττάρων πόλεων Str.14.1.41.

German (Pape)

[Seite 1300] Abgaben, Zölle, Steuern einsammelnd, einnehmend, Sp., wie Plut. Cim. 19.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
percepteur des impositions.
Étymologie: φόρος, λέγω².

Russian (Dvoretsky)

φορολόγος:сборщик податей Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φορολόγος: -ον, ὁ εἰσπράττων δημοσίους φόρους, εἰσπράκτωρ, Ἑβδ. (Ἰὼβ Γ΄, 18, κ. ἀλλ.), Πλουτ. Πύρρ. 23.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εισπράττει τους φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + -λόγος].

Greek Monotonic

φορολόγος: -ον (λέγω), αυτός που εισπράττει φόρους, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φορο-λόγος, ον, λέγω
levying tribute, Plut.