φοροτελής

English (LSJ)

φοροτελές, subject to tribute, PFlor.294.42 (vi A. D.).

Greek Monolingual

-ές, Μ
αυτός που υπόκειται σε φόρο, που πληρώνει φόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + -τελής (< τέλος), πρβλ. δημο-τελής].