φοροφυγάδας

Greek Monolingual

και λόγιος τ. φοροφυγάς, ο, Ν φοροφυγή
αυτός που αποκρύπτει το μέγεθος του εισοδήματός του και δεν πληρώνει τους φόρους που του αναλογούν.