φουσάτο

Greek Monolingual

το / φουσσάτον, ΝΜ, και φόσσατον και φο(σ)άτον και φώσατον και φωσᾶτον και φώσσατον Μ
στράτευμα («είχε φουσσάτα δυνατά», Ερωτόκρ.)
μσν.
1. χαράκωμα
2. περιχαρακωμένο στρατόπεδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fossātum «στρατόπεδο»].