στρατόπεδο
Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure
Greek Monolingual
το / στρατόπεδον ΝΜΑ
χώρος όπου εγκαθίσταται προσωρινά ή μόνιμα στρατός
νεοελλ.
1. (κατ' επέκτ.) τόπος εγκατάστασης πλήθους οργανωμένου σύμφωνα με τις αρχές που οργανώνεται ένα στράτευμα («στρατόπεδα εργασίας»)
2. φρ. α) «στρατόπεδο εκπαίδευσης» — εδαφική έκταση όπου στρατοπεδεύει στρατός για την εκτέλεση γενικότερων ή συνδυασμένων ασκήσεων
β) «στρατόπεδα συγκέντρωσης» — κέντρα εγκλεισμού αιχμαλώτων πολέμου ή, σε αυταρχικά καθεστώτα, καταναγκαστικής εργασίας και εξόντωσης πολιτικών κρατουμένων και μελών εθνικών ή μειονοτικών ομάδων που περιορίζονται με την επίκληση λόγων κρατικής ασφάλειας, εκμετάλλευσης ή τιμωρίας
μσν.
η ακολουθία του αυτοκράτορα ή του αντιπροσώπου του
αρχ.
1. στρατός εγκατεστημένος σε στρατόπεδο
2. στράτευμα
3. στόλος πλοίων, ναυτική μοίρα
4. η ρωμαϊκή λεγεώνα
5. στον πληθ. τὰ στρατόπεδα
(στη Ρώμη) οι στρατιωτικοί καταυλισμοί, οι στρατώνες υπό τις διαταγές του πραίτωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + -πεδο(ν) (< πέδον), πρβλ. οικόπεδο].
Translations
camp
Azerbaijani: ordugah; Bulgarian: лагер; Catalan: campament; Chinese Mandarin: 營地, 营地; Czech: tábor; Finnish: leiri; French: camp, campament; German: Feldlager; Greek: στρατόπεδο; Ancient Greek: στρατόπεδον; Hebrew: מַחֲנֶה; Hungarian: tábor; Ingrian: laageri; Irish: campa; Italian: accampamento; Latin: castra; Malay: kem; Middle English: herberwe, herbergage; Old English: fierd; Ottoman Turkish: اردو; Persian: اردوگاه, کمپ; Polish: obóz; Portuguese: acampamento; Romanian: tabără; Russian: лагерь, стоянка, база, кемпинг; Scottish Gaelic: campa; Slovak: tábor; Spanish: campamento militar; Swahili: kambi; Swedish: förläggning, läger; Turkish: kamp