φράτωρ

English (LSJ)

[ᾱ], ορος, ὁ, = φράτηρ, PHib.1.28.7 (iii B. C.), freq. in codd., v. φράτηρ sub fin.: Ion. φρήτωρ IG14.759.10, al. (Naples).

German (Pape)

[Seite 1304] ορος, ὁ, Mitglied einer φράτρα, w. m. s.; οἱ φράτορες, die zu einer φράτρα Gehörenden, curiales; Aesch. Eum. 626; εἰσάγειν τὸν υἱὸν εἰς τοὺς φράτορας Ar. Av. 1667; φράτορας φῦσαι Ran. 419, vgl. Equ. 255; Dem. 57, 23, oft; Arist. pol. 2, 2; Her. v. Hom. 29. 31; – übertr. von Tieren, Ael. H. A. 8, 14. – Vgl. φρατήρ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
membre d'une phratrie.
Étymologie: cf. φράτηρ.

Russian (Dvoretsky)

φράτωρ: ορος (ᾱ) ὁ Lys., Arph., Dem., Arst. = φράτηρ.

Greek (Liddell-Scott)

φράτωρ: -ορος, ἴδε ἐν λέξ. φράτηρ.

Greek Monolingual

και φρήτωρ, -ορος, ὁ, Α
βλ. φράτηρ.

Greek Monotonic

φράτωρ: -ορος, βλ. φράτηρ.