φράτηρ
English (LSJ)
[ᾱ], ὁ, gen. φράτερος (v. sub fin.); Dor. φρᾱτήρ Hdn.Gr.1.47; Ion. φρήτηρ,
A = ἀδελφός, Hsch.:—member of a φράτρα: pl., those of the same φράτρα, clansmen, A.Eu.656, IG22.1237.9, al., freq. in Is. (v. infr.); σ' ὁ πατὴρ εἰσήγαγ' εἰς τοὺς φ. (which was done when the boy came of age), Ar.Av.1669, cf. Lys.30.2; εἰς τοὺς γεννήτας καὶ φ. ἐγγραφείς Is.7.43; εἰσαγαγεῖν εἰς τοὺς φ. Id.6.21; οὐκ ἐδέξαντο οἱ φ. ib.22; γαμηλίαν τοῖς φράτερσιν εἰσφέρειν Id.3.79; οὐκ ἔφυσε φράτερας, with a play on φραστῆρας (v. φραστήρ), he has not cut his citizen-teeth, is no true citizen, Ar.Ra.422, cf. Av.765 (troch.); φράτερες τριωβόλου, of the Athenian dicasts, Id.Eq.255 (troch.).
2 metaph., of birds, φ. καὶ συγγενής Ael.NA8.24. (φράτωρ, ορος (q.v.) is freq. found in codd., but is a later form acc. to Hdn.Gr.1.49, Eust.239.33; cogn. with Skt. bhrā́tar-, Lat. frater, Goth. brōpar, 'brother', etc.)
French (Bailly abrégé)
ερος (ὁ) :
membre d'une phratrie ; d'ord. au plur. οἱ φράτερες membres d'une même phratrie.
Étymologie: cf. lat. frater.
Russian (Dvoretsky)
φράτηρ: ερος (ᾱ) ὁ (dat. pl. φράτερσι) (со)член фратрии Aesch., Arph., Plat., Isae.: ἐπτέτης ὢν οὐκ ἔφυσε φράτερας Arph. (шутл. намек на φραστὴρ 2) в семилетнем возрасте у него еще не было сочленов по фратрии (достигший этого возраста ребенок вносился в списки фратрии).
Greek (Liddell-Scott)
φράτηρ: [ᾱ], ὁ, γεν φράτερος (ἴδε ἐν τέλει)˙ μέλος φράτρας˙ ἐν τῷ πληθ., οἱ ἀνήκοντες εἰς τὴν αὐτὴν φράτραν, Λατ. curiales, Αἰσχύλ. Εὐμ. 656, Ἀριστοφ. Ἱππ. 255, καὶ συχν. παρ’ Ἰσαίῳ˙ εἰσάγειν τὸν υἱὸν εἰς τοὺς φράτερας (τοῦτο δὲ ἐγίνετο ὅτε ὁ παῖς ἡλικοῦτο, πρβλ. μεῖον ΙΙ), Ἀριστοφ. Ὄρν. 1669, πρβλ. Λυσίαν 183. 11˙ ἐγγράφειν τινα εἰς τοὺς φρ. Ἰσαῖος 68. 4˙ εἰσάγειν εἰς τοὺς φρ. ὁ αὐτ. 58. 25˙ οὐκ ἐδέξαντο οἱ φρ. αὐτόθι 28˙ γαμηλίαν τοῖς φράτερσι εἰσφέρειν ὁ αὐτ. 46. 8˙ οὐκ ἔφυσε φράτερας, μετὰ παιδιᾶς πρὸς τὸ φραστῆρας ὀδόντας (ἴδε ἐν λέξ. φραστήρ), δὲν ἔβγαλε τοὺς πολιτικούς του ὀδόντας, δὲν εἶναι ἀληθὴς πολίτης, Ἀριστοφ. Βάτρ. 418, πρβλ. Ὄρν. 765˙ φράτερες τριωβόλου, οἱ Ἀθηναῖοι δικασταί, ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 255. 2) μεταφορ. ἐπὶ τοῦ πτηνοῦ ἀγρέως, τὸ γένος κοσσύφων φράτωρ Αἰλ. περὶ Ζῴων 8. 24. Ὁ ἐν ταῖς ἐκδόσεσι συνήθης τύπος εἶναι φράτωρ, ορος (ὡς ἐν μεταγεν. Ἀντιγράφοις καὶ ἐν Ἐπιγραφαῖς, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 5785. 10., -86., -88., -89)˙ ἀλλ’ οἱ κράτιστοι τῶν κριτικῶν ἀποκαθιστῶσι τὸν τύπον φράτηρ, ερος παρὰ τοῖς Ἀττικοῖς ἑπόμενοι τῷ Εὐσταθίῳ 239. 33, Α. Β. 992 καὶ τοῖς παλαιοτέροις Ἀντιγράφοις, ἴδε Ἕρμανν. καὶ Δινδ. εἰς Αἰσχύλ. ἔνθ. ἀνωτ., Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 225, Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 1. 218˙ καὶ ὁ Βεκκῆρ. δὲ ἔχει δεχθῇ τὸν τύπον τοῦτον ἐν πολλοῖς χωρίοις τοῦ Δημοσθένους, εἰ καὶ τηρεῖ τὸν τύπον ἐν 1054. 14., 1305. 22, Λυσίας 183. 10, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 3, 7, κλπ. ― Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Meineke ἔνθ’ ἀνωτ. (Πρβλ. φράτρα (Ἰων. φρήτρη). φρατρία, φρατριάζω, φράτριος, ἡ δὲ πρώτη σημασία τοῦ φράτηρ εἶναι ἀδελφός, Ἀγγλ. brother· («φρήτηρ˙ ἀδελφὸς» Ἡσύχ.)˙ πρβλ. Σανσκρ. bhrat-a· Ζενδ. bhrat- ar· Λατ. frat-er· Γοτθ. brôth-ar, πληθ. brôth-rahans, Ἀρχ. Γερμαν. bruodar, Ἀρχ. Σκανδ. bródír, πληθ. brœdra, Ἀγγλο-Σαξον. brôdar, Σλαυ. bratrŭ· Ἀρχ. Ἰρλ. bráth-ir· ― εἶναι δὲ ἀξία παρατηρήσεως τῷ ὄντι ἡ ἀποκλειστικῶς πολιτικὴ σημασία τῆς λέξεως ἐν τῇ Ἑλληνικῇ γλώσσῃ).
Greek Monolingual
-ερος, και δωρ. τ. φρατήρ, -ήρος, και ιων. τ. φρήτηρ, -ος, και φράτωρ, -ορός, ὁ, Α
1. μέλος φράτρας
2. είδος μικρού πτηνού («τὸ γένος κοσσύφων φράτωρ», Αιλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἀδελφός»
4. φρ. α) «φύω φράτερας» — ωριμάζω ως πολίτης, γίνομαι ώριμος πολιτικά (Αριστοφ.)
β) «φράτερες τριωβόλου» — οι Αθηναίοι δικαστές (Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhrāter- «αδελφός, συγγενής εξ αίματος» και συνδέεται με: αρχ. ινδ. bhrātar-, αβεστ. brātar-, λατ. frater (πρβλ. γαλλ. frere, ιταλ. fratello), γοτθ. brōpar, αρχ. άνω γερμ. bruoder (πρβλ. γερμ. Bruder), αγγλοσαξ. brōpor, αρχ. ιρλδ. brāth(a)ir (πρβλ. αγγλ. brother). Αξιοσημείωτο είναι, ωστόσο, το γεγονός ότι η λ. αυτή, η οποία απαντά στις υπόλοιπες ΙΕ γλώσσες με την αρχική σημ. «αδελφός», στην Ελληνική (με εξαίρεση τους δύο τ. του Ησύχ.: φράτωρ
ἀδελφός και φρήτηρ
ἀδελφός) δεν διατήρησε τη σημ. αυτή, αλλά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τα μέλη μιας φατρίας, μιας αδελφότητας, τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με φυλετικούς ή, συχνά, και οικογενειακούς δεσμούς, κυρίως όμως με σχέσεις αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι η σημασιολογική αυτή εξέλιξη, η οποία είχε πιθ. συντελεστεί ήδη στην ΙΕ, συνοδεύθηκε στην Ελληνική και με ορισμένες μορφολογικές διαφοροποιήσεις του τ. φράτηρ ως προς τον τονισμό και την κλίση σε σχέση με άλλες λ. που δηλώνουν πρόσωπα συγγενικά, πρβλ. φράτηρ, φράτερος, φράτερες, σε αντιδιαστολή προς τα πατήρ: πατρός: πατέρες, μήτηρ: μητρός: μητέρες κ.λπ. Τέλος, παρλλ. προς τον τ. φράτηρ απαντά και ο τ. φράτωρ, -ορος, με κλίση κατά τα αρσ. σε -ωρ, -ορος (πρβλ. ῥήτωρ, -ορος)].
Greek Monotonic
φράτηρ: [ᾱ], γεν. φράτερος, (Δωρ. φρᾶτήρ. Ιων. φρήτηρ), ή φράτωρ, φράτορος, ὁ, (φράτρα), ένα μέλος της φράτρας· σε πληθ., αυτοί που ανήκουν στην ίδια φράτρα, μέλη της ίδιας ομάδας, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· εἰσάγειν τὸν υἱὸν εἰς τοὺς φράτερας (αυτό γινόταν όταν το παιδί ενηλικιωνόταν), σε Αριστοφ.· ἐγγράφειν τινὰ εἰς τοὺς φράτερας, σε Ισαίο· οὐκ ἔφυσε φράτερας (βλ. φραστήρ), δεν έβγαλε τα πολιτικά του δόντια, δεν είναι αληθινός πολίτης, σε Αριστοφ.· φράτερες τριωβόλου, μέλη της ομάδας των Αθηναίων δικαστών, στον ίδ.
Middle Liddell
φρά¯τηρ, γεν. φράτερος, or φράτωρ, φράτορος, ὁ, φράτρα
a member of a φράτρα; in plural those of the same φράτρα, clansmen, Aesch., Ar.; εἰσάγειν τὸν υἱὸν εἰς τοὺς φράτερας (which was done when the boy came of age) Ar.; ἐγγράφειν τινὰ εἰς τοὺς φρ. Isae.; οὐκ ἔφυσε φράτερας (v. φραστήῤ, he has not cut his citizenteeth, is no true citizen, Ar.; φράτερες τριωβόλου clansmen of the dicast's fee, Ar.
Frisk Etymology German
φράτηρ: -ερος
{phrátēr}
Forms: jünger φράτωρ, -ορος, ion. φρήτωρ (IG 14, 759, Neapel IIp), φρήτηρ· ἀδελφός H., dor. φρατήρ (Hdn. Gr.); auch myk.? (Gallavotti Par. del Pass. 16, 20ff.).
Grammar: m.
Meaning: Mitglied einer Phratrie (att.);
Derivative: Davon φρήτρη f. (Β 362f.), φράτρα (D. H.= lat. curia, s.u.), mit Dissim. φάτρα (Tenos IIIa, Arkad.IIa); daneben att. usw. φρατρία, dissim. φατρία (Chios IVa, Tenos IIIa, oft in codd.), φ(ρ)ητρία (Neapel) f. "Bruderschaft", Geschlechtsgenossenschaft, als polit.-relig. Ausdruck Unterabteilung einer Phyle (= 30 γένη), Phratrie. Als Vorderglied in φρατρίαρχος m. ‘Vorsteher einer Ph.’ (D., att. Inschr.), φρήταρχος mit -αρχέω (Neapel). — Davon 1. φατρίτας m. ‘Mitglied einer Ph.’ (arkad.; Redard 28). 2. φράτριος, ion. φρήτριος Beiw. des Zeus, der Athena und anderer Götter als Beschützer der φρῆτραι und φρατρίαι (ion. att. delph.). -ιον Bez. des entsprechenden Heiligtums (Poll., St. Byz.). 3. φρατριάζω (vv.ll. φατρι-, φρατι-) ‘zur selben Ph. gehören’ (D.). ein Bündnis eingehen, sich verschwören (Sch.) mit -ασμός m. Bündnis, Verschwörung (Eust.). 4. φρατρίζω ib. (Krateros, Inschr.; vgl. Andrewes JHSt. 81, 13 f.). 5. φρατορικὸν (φρατερ-?) γραμματεῖον (D.). — In d. sp. Lit. (D.H., Plu.) werden φράτρα und φρατρία oft als Übersetzung von lat. curia gebraucht; ebenso die Abl. φρατριεύς, -αστής = curialis, -ακὴ ψηφοφορία = comitia curiata, -κὴ ἐκκλησία ib., -ατικὸς νόμος = lex curiata.
Etymology: Altes Wort für Bruder, in der Mehrzahl der idg. Sprachen erhalten: aind. bhrā́tar-, lat. frāter, germ., z.B. got. broþar, slav., z.B. aksl. brat(r)ъ usw. usw., idg. *bhrā́tor-, *bhrā́ter-; im Griech. in dieser Bed. von ἀδελφ(ε)ός ersetzt. — Im Rahmen der Großfamilie wurde wahrscheinlich das Wort für Bruder auch für Halbbruder und mit weiterer Beziehung auf andere männliche Verwandte derselben Generation wie die Vettern gebraucht (Risch Mus. Helv. 1, 118), was in mehreren Sprachen zur Schaffung neuer Bezeichnungen für Bruder = männlicher Abkömmling derselben Mutter hat beitragen können (s. ἁδελφός und Mayrhofer Bibl. Orient. 18, 274 m. A. 15 u. weit. Lit.). Die administrative Bed. des griech. Wortes hat sich zuerst in den Kollektivbildungen φράτρα, -ία eingebürgert, um von da auch bei dem Grundwort Eingang zu finden. — Neben φράτρα steht im Altind. das Abstraktum bhrātrám n. Bruderverhältnis, Bruderschaft; mit φρατρία deckt sich aksl. brat(r)ija Bruderschaft, russ. brátьja Bruder als pl. von brat; daneben aind. (episch) bhrātryam n. ib.. —Weitere Einzelheiten m. Lit. bei Wackernagel Festgabe Kaegi 54 (Kl. Schr. 1, 482) m. A. 3. Zu den φρῆτραι bei Hom. Andrewes Herm. 89, 129 ff.
Page 2,1039-1040