φρικάζω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1306] Fieberschauer, Fieberfrost haben, überh. schaudern, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
φρῑκάζω: μέλλ. -άσω, φρίσσω, φρικιῶ, ἀνατριχιάζω, Ποιητὴς περὶ Δυνάμ. Βοτ. 5. 71.
[Seite 1306] Fieberschauer, Fieberfrost haben, überh. schaudern, sp. D.
φρῑκάζω: μέλλ. -άσω, φρίσσω, φρικιῶ, ἀνατριχιάζω, Ποιητὴς περὶ Δυνάμ. Βοτ. 5. 71.