φρικάζω

English (LSJ)

shudder, shiver, Poet. de herb.71, prob. in Hp.Coac. 24.

German (Pape)

[Seite 1306] Fieberschauer, Fieberfrost haben, überh. schaudern, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

φρῑκάζω: μέλλ. -άσω, φρίσσω, φρικιῶ, ἀνατριχιάζω, Ποιητὴς περὶ Δυνάμ. Βοτ. 5. 71.

Greek Monolingual

Α φρίξ, φρικός]
φρικιώ.