φρικαλεότητα

Greek Monolingual

η, Ν
1. η ιδιότητα του φρικαλέου
2. συν. στον πληθ. οι φρικαλεότητες
φρικτές, φοβερές πράξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρικαλέος. Η λ., στον λόγιο τ. φρικαλεότης, μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].