-ή, -ό, Ν φρικιάζωαυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος («φρικιαστικό θέαμα»). επίρρ...φρικιαστικώς και φρικιαστικάκατά τρόπο φρικιαστικό, φρικαλέως.