φρικιαστικός

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν φρικιάζω
αυτός που προκαλεί φρίκη, φρικαλέος («φρικιαστικό θέαμα»).
επίρρ...
φρικιαστικώς και φρικιαστικά
κατά τρόπο φρικιαστικό, φρικαλέως.