φρούρηση

Greek Monolingual

η / φρούρησις, -ήσεως, ΝΜΑ φρουρῶ
η ενέργεια του φρουρώ, φύλαξη (α. «κρίθηκε απαραίτητη η φρούρηση του κτηρίου» β. «ὑπὲρ τῆς γεγονυίας ἐπὶ τῆς Ῥωμαίων στρατείας φρουρήσεως», επιγρ.).