φρυγανεΐδες
Greek Monolingual
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια τριχόπτερων εντόμων, με τυπικό το γένος φρύγανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phryganeidae].
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια τριχόπτερων εντόμων, με τυπικό το γένος φρύγανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phryganeidae].