φρύγανο
Μήποτε γάμει γυναῖκα κοὐκ ἀνοίξεις τάφον → Eris immortalis, si non ducis mulierem → Nimm nie dir eine Frau, erspare dir dein Grab
Greek Monolingual
το / φρύγανον, ΝΜΑ
συν. στον πληθ. τα φρύγανα
α) ξερά κλαδιά ή ξεροί μικροί θάμνοι, κατάλληλα για το άναμμα φωτιάς (α. «μάζεψε μια αγκαλιά φρύγανα» β. «φρύγανα συλλέγοντες ὡς ἐπὶ πῡρ», Ξεν.)
β) (βιογεωγρ.) περιληπτική ονομασία πολύ ξηρόμορφων ποωδών ή και ημιθαμνοειδών φυτών, τα οποία φύονται σε ξηρούς άγονους βραχώδεις τόπους, όπου οι βροχές σπανίζουν, και τών οποίων τα υπέργεια βλαστητικά όργανα είναι τόσο ξηρόμορφα ώστε να προσδίδουν στο τοπίο την όψη στέπας, αλλ., γκαρίγκ
νεοελλ.
ζωολ. α) γένος τριχόπτερων εντόμων της οικογένειας φρυγανεΐδες
β) στον πληθ. τα φρύγανα
κοινή ονομασία της τάξης εντόμων τριχόπτερα
αρχ.
ξύλο που επιπλέει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγω + κατάλ. -ανον (πρβλ. λάχανον, τρύπανον). Η λ. με τη νεοελλ. σημ. ως ονομ. εντόμου είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. phryganea].