φρυκτώρημα

Greek (Liddell-Scott)

φρυκτώρημα: τό, λάμψις, Γρηγ. Ναζ. Actt. SS. Maii τ. 2, σ. 767D.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Μ φρυκτωρῶ
λάμψη, φεγγοβόλημα.