Ν
1. κουνώ τα φτερά μου για να πετάξω, πτερυγίζω
2. (κατ' επέκτ.) πετώ
3. φρ. «φτερουγίζει η καρδιά μου» — νιώθω μεγάλη συγκίνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πτερυγίζω με ανομοιωτική τροπή του κλειστού -π- σε διαρκές -φ-και τροπή του -υ- σε -ου- (βλ. και λ. φτερούγα)].