-έω, Απιθ. αποφεύγω την εξουσία.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- του αορ. ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω + -αρχῶ μέσω ενός αμάρτυρου φυγάρχης].