φυγόπονος
English (LSJ)
φυγόπονον, shunning work or hardship, Plb.39.1.10.
German (Pape)
[Seite 1312] Arbeit, Anstrengung fliehend, arbeitsscheu, Pol. 40, 6,10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fuit le travail ou la fatigue, paresseux.
Étymologie: φεύγω, πόνος.
Russian (Dvoretsky)
φῠγόπονος: избегающий трудов, уклоняющийся от работы Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγόπονος: -ον, ὁ ἀποφεύγων τοὺς κόπους, ὁ μὴ θέλων νὰ ἐργασθῇ, Πολύβ. 40. 6, 10.
Greek Monolingual
-η, -ο / φυγόπονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποφεύγει τους κόπους, την εργασία, οκνηρός, τεμπέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + πόνος (πρβλ. μισόπονος, παυσίπονος)].
Greek Monotonic
φῠγόπονος: ὁ, αυτός που αποφεύγει τη δουλειά ή τις ταλαιπωρίες, σε Πολύβ.