φυγόπτολις

English (LSJ)

ὁ, ἡ, poet. for φυγόπολις, Max.349.

German (Pape)

[Seite 1312] ὁ, ἡ, poet. statt φυγόπολις, sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγόπτολις: ὁ, ἡ, ποιητ. ἀντὶ φυγόπολις (ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ.), Μάξιμ. π. καταρχ. 349.

Greek Monolingual

-ι, Α
(ποιητ. τ.) βλ. φυγόπολις.