φυγόπολις
From LSJ
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
ιδος, ὁ, ἡ, fleeing from a city, EM328.54.
German (Pape)
[Seite 1312] die Stadt fliehend, meidend, E. M.
Greek (Liddell-Scott)
φῠγόπολις: -ιδος, ὁ, ἡ, ὁ φεύγων ἔκ τινος πόλεως, Ἐτυμολ. Μέγ. 668, 51. 328, 54.
Greek Monolingual
και ποιητ. τ. φυγόπτολις, -ι, Α
αυτός που φεύγει από την πόλη του, από την πατρίδα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω) + -πολις (< πόλις / πτόλις), πρβλ. μισόπολις, φιλόπολις].