φυκίτις

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. -ίτης / -ῖτις (πρβλ. ὀνυχ-ίτης / -ῖτις)].