φυλέτις

German (Pape)

[Seite 1314] ιδος, ἡ, fem. von φυλέτης, auch statt φυλετική, z. B. ἐκκλησία φυλέτις, comitia tributa, D. Hal. 7, 59; App. B. C. 3, 30.

Greek (Liddell-Scott)

φῡλέτις: -ιδος, θηλ. τοῦ φυλέτης· ὡσαύτως ἀντὶ τοῦ φυλετική, ἡ φ. ἐκκλησία Διονύσ. Ἁλ. 7. 59.

Greek Monolingual

-ιδος, ἡ, Α
βλ. φυλέτης.