φυλλάκανθος

English (LSJ)

[ᾰκ], ον, with prickly leaves, Thphr. HP 1.10.7, 6.1.3.

German (Pape)

[Seite 1314] mit stachligen Blättern, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλάκανθος: -ον, ὁ ἔχων ἀκανθώδη φύλλα, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 1. 10, 7., 6. 1, 3.

Greek Monolingual

ο / φυλλάκανθος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος εχινοδέρμων τών θερμών θαλασσών
αρχ.
(για φυτό) αυτός που έχει αγκαθωτά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + ἄκανθος (πρβλ. πυξάκανθος)].