φυλλάνθιον

English (LSJ)

τό, Ps.-Democr.Alch. p. 42B, = φυλλανθές.

Greek Monolingual

τὸ, Α
το φυλλανθές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + ἄνθος (πρβλ. μελάνθιον)].