φυλλοδάφνη

Greek (Liddell-Scott)

φυλλοδάφνη: ἡ, φύλλον δάφνης, βάλλεσθαι ἐν τῷ πυρὶ τῶν φυλλοδαφνῶν λίβανον πολὺ Μαλαλ. σ. 272, 15.

Greek Monolingual

ἡ, Μ
φύλλο δάφνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + δάφνη.