φυλλοστρώς

German (Pape)

[Seite 1315] ῶτος, = Folgdm, im dat., φυλλοστρῶτι πέδῳ, Theocr. ep. 3 (IX, 338).

Greek Monolingual

-ῶτος, ὁ, ἡ, τὸ, Α
βλ. φυλλόστρωτος.

Russian (Dvoretsky)

φυλλοστρώς: ῶτος и φυλλόστρωτος 2 устланный (покрытый) листьями (χαμεύνη Eur.; πέδον Theocr.).