χαμεύνη

From LSJ

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαμεύνη Medium diacritics: χαμεύνη Low diacritics: χαμεύνη Capitals: ΧΑΜΕΥΝΗ
Transliteration A: chameúnē Transliteration B: chameunē Transliteration C: chameyni Beta Code: xameu/nh

English (LSJ)

ἡ, for χαμαιεύνη,
A a bed on the ground, A.Ag.1540 (anap.), S.Fr.175, E.Rh.852, Theoc.13.33, A.R.4.883, Herod.3.16; χαμεύνη φυλλόστρωτος E.Rh.9 (anap.).
2 generally, bedstead, Ar.Av.816.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 lit qu'on fait à terre;
2 bois de lit.
Étymologie: χαμαί, εὐνή.

German (Pape)

ἡ, Lager auf der Erde, Streu; Aesch. Ag. 1521; Eur. Rhes. 9; Theocr. 13.32; sp.D., wie Paul.Sil. 51 (VI.65); – Bettgestell, Ar. Av. 820.

Russian (Dvoretsky)

χαμεύνη: дор. χᾰμεύνᾱ
1 постель на земле, подстилка Aesch., Eur., Theocr., Plut.;
2 низкая кровать или козлы для постели Arph.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμεύνη: ἡ, ἀντὶ χαμαιεύνη, στιβάς, εὐνὴ ἢ κοίτη ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, κατὰ γῆς ἐστρωμένη, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1540, Εὐρ. Ρῆσ. 9. 849, Θεόκρ. 13. 33. 2) καθόλου, κλίνη, Ἀριστοφ. Ὄρν. 816.

Greek Monolingual

και χαμαιεύνη και δ. τ. χάμευνα και δωρ. τ. χαμεύνα, ἡ, Α
1. στρώμα για ύπνο τοποθετημένο καταγής
2. (γενικά) κλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + εὐνή «κρεβάτι, κλίνη»].

Greek Monotonic

χᾰμεύνη: ἡ, κρεβάτι πάνω στο έδαφος, στρωμένο καταγής, σε Αισχύλ., Ευρ.· γενικά, κρεβάτι, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

χᾰμ-εύνη, ἡ,
a bed on the ground, pallet-bed, Aesch., Eur.: generally, a bedstead, Ar. [from χᾰμηλός]

English (Woodhouse)

pallet

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=κρεβάτι στρωμένο στό ἔδαφος). Ἀπό τό χαμαί + εὐνή ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.