φυλλοτρώξ

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ, (τρώγω) nibbling or eating leaves, Antiph.172.2 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1315] ῶγος, Blätter, Laub benagend, fressend, Ἕλληνες Antiphan. bei Ath. IV, 130 e.

Greek (Liddell-Scott)

φυλλοτρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, (τρώγω) ὁ τρώγων φύλλα, τί δ’ ἂν Ἕλληνες μικροτράπεζοι φυλλοτρῶγες δράσειαν; Ἀντιφάνης ἐν «Οἰνομάῳ» 1. 2 [μετὰ τῆς β΄ συλλαβῆς μακρᾶς ἐν ἀναπαιστικῷ στίχῳ].

Greek Monolingual

-ῶγος, ὁ, Α
αυτός που τρώει χορταρικά, φυτοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο-τρώξ, σχινο-τρώξ.