φυτοφάγος

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
1. αυτός που τρέφεται αποκλειστικά με φυτικές ουσίες
2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο, η φυτοφάγος
άτομο που τρέφεται κυρίως με λαχανικά και χορταρικά
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα φυτοφάγα
ζωολ. α) ζώα τα οποία τρέφονται κυρίως με ζωντανά φυτά και με τους καρπούς τους
β) υπεροικογένεια τών κολεόπτερων εντόμων της υπόταξης πολυφάγα
4. φρ. «φυτοφάγα έντομα»
ζωολ. όλα τα έντομα που τρέφονται με ζωντανά φυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytophagous < φυτόν + -φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Νεόφ. Δούκα].