φυλλόσταχυς

Greek Monolingual

ο, Ν
βοτ. γένος μονοκότυλων αγρωστωδών φυτών της ανατολικής Ασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phyllostachys < φύλλο(ν) + στάχυς.