φυματιώδης

Greek Monolingual

-ες, Ν φυμάτιο
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυμάτια ή στη φυματίωση
2. αυτός που προκαλείται από φυματίωσηφυματιώδης περιτονίτιδα»).