περιτονίτιδα

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

η, Ν
οξεία ή χρόνια φλεγμονή του περιτοναίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. peritonitis (< περιτόν-αιο + επίθημα -ίτιδα). Η λ., στον λόγιο τ. περιτονῖτις, μαρτυρείται από το 1876 στον Θ. Αφεντούλη].