φυρατής

English (LSJ)

φυρατοῦ, ὁ, mixer, i.e. 'cooker' of accounts, Cic.Att.6.9.2, 7.1.9; = Lat. decoctor, fraudulent debtor, Gloss.; dub. sens. in Jahresh.1Beibl.75 (Ephesus).

German (Pape)

[Seite 1316] ὁ, od. φυράτης, der mischt, knetet, verwirrt, Cic. Att. 7, 1.

French (Bailly abrégé)

[ῡᾱ] οῦ (ὁ),
qui pétrit, gâcheur, CIC. Att. 7.1.8.
Étymologie: φυράω.

Russian (Dvoretsky)

φῡρᾱτής: οῦ и φῡράτης, ου ὁ досл. месильщик, перен. плут Cic.

Greek (Liddell-Scott)

φῡρᾱτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀνακατώνων, ἐπιφέρων σύγχυσιν, Κικ. πρὸς Ἀττ. 7. 1, 8.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ φυρῶ
αυτός που εξαπατά, που προκαλεί σκόπιμα σύγχυση.