φυροῖ

English (LSJ)

μολύνει, ῥυποῖ, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «μολύνει, ῥυποῖ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το ρ. φύρω και έχει πιθ. σχηματιστεί μέσω του επιθ. φυρός].