Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
φυρόμυαλος
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν αυτός του οποίου έχει φυράνει το μυαλό, που μιλάει ή ενεργεί ανόητα. [ΕΤΥΜΟΛ.<φυρώ / φυραίνω+ -μυαλος (<μυαλό), πρβλ.στενό-μυαλος (βλ. και λ. φυρός)].