φυσασμός
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1317] ὁ, das Blasen, Arist. probl. 34, 7. S. ἀασμός.
Russian (Dvoretsky)
Greek (Liddell-Scott)
φυσασμός: ὁ, φύσημα ἀντίθετ. τῷ ἀασμός, Ἀριστ. Προβλ. 34. 7, 2.
Greek Monolingual
ὁ, Α
το φύσημα, το να βγάζει κανείς περιορισμένη ποσότητα αέρα κατά την εκπνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» πιθ. μέσω αμάρτυρου ρ. φυσάζω].