εκπνοή

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

η (AM ἐκπνοή)
η έξοδος του αέρα από τα αναπνευστικά όργανα
νεοελλ.
λήξη ορισμένης χρονικής περιόδου («εκπνοή προθεσμίας»)
αρχ.
1. θάνατος
2. αναθυμίαση ή πνοή σε μορφή ατμού
3. το στόμιο απ' όπου εξατμίζεται κάτι περιορισμένο σε κλειστό χώρο.