φυσατήριον

English (LSJ)

Dor. for φυσητήριον.

German (Pape)

[Seite 1317] τό, dor. statt φυσητήριον, Blasinstrument, Ar. Lys. 1242.

Russian (Dvoretsky)

φῡσᾱτήριον: τό дор. = * φυσητήριον.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσᾱτήριον: Δωρ. ἀντὶ φυσητ-.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. φυσητήριον.