φυσητήριον

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῡσητήριον Medium diacritics: φυσητήριον Low diacritics: φυσητήριον Capitals: ΦΥΣΗΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: physētḗrion Transliteration B: physētērion Transliteration C: fysitirion Beta Code: fushth/rion

English (LSJ)

Dor. φυσατήριον, τό,
A wind-instrument, pipe, Ar.Lys.1242 (pl.); Glossaria on φυσαλλίδες, Hsch.
II = spiramentum, Glossaria
III a furnace with bellows, opp. αὐτοματάρειον, Olymp.Alch.p.91 B.

German (Pape)

[Seite 1317] τό, 1) Blasebalg, Fächer, um Feuer anzufachen. – 2) Blasinstrument, s. φυσατήριον. – 3) Luftloch, Hesych.

Russian (Dvoretsky)

φῡσητήριον: дор. φῡσᾱτήριον τό сопелка, дудка Arph.

Greek (Liddell-Scott)

φῡσητήριον: Δωρ. φῡσᾱτ-, τό, ὄργανον μουσικὸν πνευστόν, αὐλός, Ἀριστοφ. Λυσ. 1242. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φυσαλλίδες, φυσητήρια, αὐλοί».

Greek Monolingual

και δωρ. τ. φυσατήριον, τὸ, Α
1. πνευστό μουσικό όργανο
2. φυσαλλίδα
3. αναπνοή
4. κλίβανος, φούρνος με φυσερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσῶ + κατάλ. -τήριον].